παραγράψιμος

παραγράψιμος
παραγράψιμος
exceptionable
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραγράψιμος — η, ο / παραγράψιμος, ον, ΝΑ αυτός που μπορεί να παραγραφεί («παραγράψιμο αδίκημα») αρχ. αυτός που μπορεί να απορριφθεί ή αυτός που μπορεί να εξαιρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγράφω (πρβλ. μέλλ. παραγράφω) + κατάλ. ιμος (πρβλ. περιγράψ ιμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”